- ἐκθύμῳ
- ἐκθύ̱μῳ , ἔκθυμοςspiritedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκθυμώ — ἐκθυμῶ ( όω) (Μ) 1. εξοργίζω, εξαγριώνω 2. μέσ. ἐκθυμοῡμαι φέρνω κάτι στον νου μου, θυμάμαι … Dictionary of Greek